-
1 καταγορευω
1) объявлять, открывать(ἐρησόμενος ἐκεῖνον ὅ τι ποιεῖν βουλεύεται - Ἐὰν δὲ μή σοι καταγορεύσῃ; Arph.)
2) доносить, разоблачать(τὰς πανουργίας Arph.; τὸ ἐπιβούλευμά τινι Thuc.; ἐπιβουλέν πρός τινα Xen.)
3) обвинять, выдавать(μήτε ἑαυτῶν μήτε τῶν ἄλλων Arst.)
См. также в других словарях:
καταγορεύω — καταγορεύω, αόρ. β κατεῑπον (Α) 1. ανακοινώνω, αναγγέλλω 2. παίρνω καταδικαστική απόφαση για κάποιον («κατηγορεύει τις πρὸς τοὺς ἐφόρους ἐπιβουλήν», Ξεν.) 3. κατηγορώ, καταγγέλλω («μὴ καταγορεύειν μήτε ἑαυτῶν μήτε τῶν ἄλλων», Αριστοτ.) 4. μιλώ με … Dictionary of Greek